- ὑποδενδρυάζω
- ὑποδενδρυάζω,A = ὑποδῦναί που καὶ πτῆξαι ὑπὸ σκέπην, Phot., Suid.; but = τὸ ἐξ ἀφανοῦς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι, Hsch.:—cf. ὑποδελεάζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδενδρυάζω — Α 1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειν τὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»] … Dictionary of Greek
ὑποδενδρυάζειν — ὑποδενδρυάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδενδρυάζοντας — ὑποδενδρυάζω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδενδρυάσαι — ὑποδενδρυά̱σᾱͅ , ὑποδενδρυάζω fut part act fem dat sg (doric) ὑποδενδρυάζω aor inf act ὑποδενδρυάσαῑ , ὑποδενδρυάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)